Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι καλλιεργούμενες με αμπέλια εκτάσεις μειώθηκαν σημαντικά, λόγω της απαγόρευσης η οποία απορρέει από το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων, το Κοράνι. Το γεγονός αυτό αν και επηρέασε αρνητικά την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποιία δεν αποτέλεσε αφορμή εξάλειψής τους. Η παραγωγή μεταφέρεται σε ζώνες που νωρίτερα δεν είχαν αναδειχθεί σε κέντρα παραγωγής όπως η Σιάτιστα, τα Σέρβια, το Αμύνταιο, η Γουμένισσα, το Κίτρος, τα Γιαννιτσά, τα μετόχια των μονών του Αγίου Όρους στη Χαλκιδική, η περιοχή της Θεσσαλονίκης και η Νάουσα στην Ημαθία.Μια αναφορά στους αμπελώνες της Νάουσας γίνεται από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή που επισκέφτηκε την πόλη το 1668 και τα αμπέλια της Νάουσας έγιναν αντικείμενο σχολιασμού από τον περιηγητή.
Αρκετά χρόνια αργότερα οι αμπελώνες της Νάουσας μπαίνουν στο στόχαστρο των γάλλων περιηγητών Pouqueville και Cousinery που επισκέφθηκαν την περιοχή το 1826 και το 1831 αντίστοιχα. Ο Pouqueville εκτός των άλλων αναφέρεται και στους αμπελώνες της Μονής Προδρόμου (Σκήτης Βέροιας) οι οποίοι είχαν προστεθεί μαζί με άλλα μετόχια και κτήματα στην περιουσία του μοναστηριού. Ο Cousinery από την πλευρά του θεωρούσε το κρασί της Νάουσας ως το «καλύτερο στην Οθωμανική αυτοκρατορία μετά το κρασί της Τενέδου». Τέλος, η Mary Walker που επισκέφθηκε τη δυτική Μακεδονία το 1860 επαινούσε τα κρασιά της Κοζάνης, της Νάουσας και της Καστοριάς για την ποιότητά τους.
Οι ίδιες περιγραφές και τα ευμενή σχόλια για τα κρασιά της Ημαθίας συνεχίζονται και την επόμενη περίοδο. Σύμφωνα με περιγραφή του Αρβανίτη (1908) στην Επαρχία Βεροίας λειτουργούσαν 11 οινοποιία και παράγονταν 1.000.000 οκάδες κρασιού και 150.000 οκάδες ρακής, κυρίως στην περιοχή της Νάουσας. Τις ημέρες της απελευθέρωσης των δύο πόλεων της επαρχίας, της Βέροιας και της Νάουσας το κρασί γίνεται ένα από τα βασικά συστατικά του γιορτινού τραπεζιού και αντικείμενο σχολιασμού από τους αξιωματικούς και οπλίτες του ελληνικού στρατού. Σύμφωνα με τον Θεόδωρο Πάγκαλο το κρασί της Ναούσης ήτο μέλαν και ερυθρόν… και πολύ ισχυρόν, τόσο που οι δοκιμάσντες κατέληξαν εις έντονον ευθυμίαν…. Σημαντική πληροφορία δίνει και η περιγραφή του Κύπριου εθελοντή Νικόλαου Κλ. Λανίτη, ο οποίος αναφέρεται σε εξαγωγές οίνου από τη Νάουσα και το Τσέρνοβο (Φυτειά Ημαθίας).
Όπως διαπιστώνεται από τα παραπάνω η Νάουσα ήδη από τα οθωμανικά χρόνια αναδείχτηκε σε κέντρο παραγωγής κρασιού στην περιοχή της Ημαθίας. Παράλληλα αμπελοκαλλιέργειες αναπτύχθηκαν και στη Βέροια. Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες τοπικών συγγραφέων, που αναφέρονται στην ύπαρξη προσωπικών αμπελιών από τα οποία παρήγαγαν τον ετήσιο οίνο (κρασί και τσίπουρο). Το βεροιώτικο και το ναουσαίικο κρασί και τσίπουρο γίνονται τα βασικά κεράσματα υποδοχής στις βεροιώτικες κατοικίες και κερδίζουν τους επισκέπτες με τη γεύση, την υφή και την πυκνότητά τους. Αμπελοκαλλιέργειες στη Βέροια υπήρχαν στις περιοχές γύρω από τα παλιά όρια της πόλης, εκεί οπού σήμερα έχει επεκταθεί και οι οποίες αποτελούν τις νέες συνοικίες της. Τέτοιες ήταν η περιοχή πάνω από το Πασακιόσκι, πέριξ του παλιού κτηνιατρείου, κάτω από το γήπεδο μπάσκετ της Εληάς και πιο μακριά στις Σαραντόβρυσες αλλά και προς το Βέρμιο στο Λοζίτσι, στην Καλογριά, στο Κομανίτσι κ.α. Σύμφωνα με καταγραφές που αφορούν την οικονομική ζωή της πόλης, το 1910 περίπου στη Βέροια δραστηριοποιούνταν 22 ποτοπώλες, ενώ το 1928 2 βαρελοποιοί.
Η παραγωγή οίνου στην Ημαθία μειώθηκε δραματικά στον 20ο αιώνα και αυτό οφείλεται στη φυλλοξήρα, η οποία επέδρασε στους αμπελώνες. Η κατάσταση άλλαξε τη δεκαετία του 1960 οπότε βρέθηκαν τα κατάλληλα μέσα για την αντιμετώπισή της. Από τότε η Ημαθία συνεχίζει να αναδεικνύεται σε κέντρο παραγωγής οίνου με τη Νάουσα να χαρακτηρίζεται από το 1987 σε Διεθνή Πόλη Αμπέλου και Οίνου.
http://veriahistory.gr